καλοπαίκτης

καλοπαίκτης
κᾰλοπαίκτης, ου, , ([etym.] κάλως)
A trapeze-artist, PSI8.953 (vi A.D.), prob. cj. for calopettas in GGMii 519 (Arch.Lat.Lex.13.552).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοπαίκτης — καλοπαίκτης, ὁ (Α) ο γυμναζόμενος πάνω σε σχοινιά, σχοινοβάτης, ακροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + παίκτης] …   Dictionary of Greek

  • κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”